Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου ανακοίνωσε ότι το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) προσφεύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας για την αναστολή εφαρμογής άρθρου του νόμου περί «παραπληροφόρησης», με το επιχείρημα ότι παραβιάζει τα άρθρα το τουρκικού Συντάγματος που εγγυώνται την ελευθερία της έκφρασης.
Το άρθρο 29 προβλέπει επιβολή ποινής φυλάκισης έως τριών ετών για «διασπορά παραπληροφόρησης».
Όπως διευκρίνισε ο αρχηγός του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος στους βουλευτές του κόμματός του, στην συνέχεια το CHP θα ζητήσει την αναίρεση του νέου νόμου στο σύνολό του.
Στις 14 Οκτωβρίου, η τουρκική Εθνοσυνέλευση ψήφισε νομοσχέδιο αποτελούμενο από 40 άρθρα για την αντιμετώπιση της «παραπληροφόρησης» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε από τους βουλευτές του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP) παρά την κατακραυγή των κομμάτων της αντιπολίτευσης και των ενώσεων Τύπου.
Επίκειται η επικύρωση του νόμου από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προκειμένου να τεθεί σε ισχύ.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταγγέλλουν τον νόμο ως εργαλείο κατά των ελεύθερων μέσων ενημέρωσης εν όψει των επερχόμενων προεδρικών και βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου 2023.
Σήμα κινδύνου από τον ΟΗΕ για την ελευθερία της έκφρασης...
Μετά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το Γραφείο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών έχει εκφράσει την «ανησυχία» του για την έγκριση από την Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας του νόμου, βάσει του οποίου δημοσιογράφοι και χρήστες μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να καταδικάζονται σε φυλάκιση έως και τριών ετών για μετάδοση «ψευδών ειδήσεων».
Το Γραφείο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ θεωρεί ότι ο νόμος αυτός αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο υποκειμενικής ερμηνείας και καταχρήσεων και προέτρεψε την Άγκυρα να εγγυηθεί τον πλήρη σεβασμό στην ελευθερία της έκφρασης.
«Ανησυχούμε από την υιοθέτηση μιας σειράς τροπολογιών σε διάφορους νόμους, με τους οποίους υπάρχει κίνδυνος να περιοριστεί σημαντικά η ελευθερία της έκφρασης» στην Τουρκία, ανέφερε προ ημερών η Μάρτα Ουρτάδο, εκπρόσωπος του Γραφείου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η ίδια σχολίασε επίσης ότι, σε ένα ήδη πολύ περιοριστικό πλαίσιο, υπάρχει ο κίνδυνος οι νέοι νόμοι να περιορίσουν ακόμη περισσότερο τα δικαιώματα των ανθρώπων να ερευνούν, να λαμβάνουν και να μοιράζονται πληροφορίες, όπως αυτά ορίζονται από το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, στο οποίο έχει προσχωρήσει και η Τουρκία.
Τα Ηνωμένα Έθνη εξέφρασαν τη λύπη τους επειδή «αυτοί οι νόμοι προετοιμάστηκαν και υιοθετήθηκαν χωρίς να προηγηθεί σημαντική διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών και τους εκπροσώπους των μέσων ενημέρωσης».
«Η ελευθερία της έκφρασης και η πρόσβαση στην πληροφορία είναι αναγκαίες για την αποτελεσματική συμμετοχή των ανθρώπων στον δημόσιο βίο και την πολιτική και είναι αναγκαίες σε κάθε δημοκρατία. Καλούμε την Τουρκία να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό στην ελευθερία της έκφρασης, την οποία εγγυάται το Διεθνές Δίκαιο», υπογράμμισε η Μάρτα Ουρτάδο.
Οι περισσότερες εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια στην Τουρκία πέρασαν στον έλεγχο κυβερνητικών αξιωματούχων ή επιχειρηματιών συμμάχων τους κατά τη διάρκεια της καταστολής που ακολούθησε την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016.
Αντίδραση από την Κομισιόν
«Ανησυχία» έχει εκφράσει και ο κπρόσωπος της Κομισιόν, Πίτερ Στάνο, σχετικά με το νέο νόμο της κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε φυλάκιση για «παραπληροφόρηση».
Ερωτηθείς σχετικά, ο κ. Στάνο σημείωσε ότι «ο νόμος στην Τουρκία αντιμετωπίζεται με ανησυχία, καθώς χαρακτηρίζεται από ασαφή γλώσσα σχετικά με το τι αποτελεί ψευδή ή παραπλανητική πληροφόρηση».
«Φοβόμαστε ότι μπορεί να περικόψει περαιτέρω τις ελευθερίες, την ελευθερία έκφρασης και τα ανεξάρτητα μέσα στην Τουρκία και είμαστε εξαιρετικά ανήσυχοι για τη διάταξη του νόμου που ορίζει φυλάκιση για το έγκλημα της παραπληροφόρησης», υπογράμμισε.
Επίσης, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής επισήμανε ότι «η Τουρκία είναι ακόμη χώρα υποψήφια προς ένταξη και παλιό μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και γι' αυτό αναμένεται η εφαρμογή των ύψιστων δημοκρατικών προδιαγραφών και πρακτικών και το ποινικό δίκαιο ποτέ δε θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για να κάνει να σιωπήσουν ή να περιοριστούν οι διαφορετικές απόψεις ή οι φωνές που ασκούν κριτική».
Τέλος, ανέφερε ότι η καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και της παρέμβασης λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, ωστόσο είναι επιτακτικό όποια νομικά μέτρα λαμβάνονται ή στοχεύουν στην αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων να έχουν ξεκάθαρη οριοθέτηση και να θεσπίζονται με τον μεγαλύτερο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών και κυρίως την ελευθερία έκφρασης και της ελευθεροτυπίας.
Πηγές: